- τριμάκαιρα
- ἡ, Α(ποιητ. θηλ. τού αρσ. τριμάκαρ) η τρεις φορές μακάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + μάκαιρα, θηλ. τού μάκαρ «ευτυχής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριμάκαιρα — thrice blest fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] … Dictionary of Greek